- τριλογίας
- τριλογίᾱς , τριλογίαtrilogyfem acc plτριλογίᾱς , τριλογίαtrilogyfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Τολστόι — Επώνυμο Ρώσων συγγραφέων, καλλιτεχνών και κοινωνικών παραγόντων, που είχαν τον τίτλο του κόμη. 1. Αλεξέι Κονσταντίνοβιτς (Πετρούπολη 1817 – Κράνσι Ρογκ, Τσερνίγκοφ 1875). Ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Από αριστοκρατική οικογένεια … Dictionary of Greek
Ορεστειακά — Έτσι ονομάστηκαν τα αιματηρά επεισόδια που έγιναν τον Νοέμβριο του 1903 στην Αθήνα, όταν το Βασιλικό θέατρο ανέβασε την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένη σε απλή νεοελληνική γλώσσα από τον καθηγητή του πανεπιστημίου Γεώργιο Σωτηριάδη. Ο άκρως… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
ορέστειος — α, ο (Α ὀρέστειος, α, ον) [Ορέστης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστεια α) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθος β) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου,… … Dictionary of Greek
τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό … Dictionary of Greek
χοηφόρος — ο / χοηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που τελεί νεκρική σπονδή 2. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Χοηφόροι τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου, το β μέρος τής τριλογίας Ορέστεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοή + φόρος*] … Dictionary of Greek
Αντιγόνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα του μύθου των Λαβδακιδών, κόρη του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, όπως και η Ισμήνη, o Ετεοκλής και o Πολυνείκης, ή της Ευρυγανείας, όπως αναφέρεται στο παλαιό έπος Οιδιπόδεια. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει τον μύθο των… … Dictionary of Greek
Βάλενσταϊν, Άλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον- — (Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, Χερμάνιτς, Βοημία 1583 – Χεπ 1634). Βοημός στρατηγός. Μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης και φιλόδοξος χαρακτήρας, έγινε πάμπλουτος χάρη σε έναν γάμο με μια πλούσια χήρα και σε πολλές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις … Dictionary of Greek